ακομπανιάρω — ακομπανιάρω, ακομπανιάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακομπανιάρω — συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω». ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα] … Dictionary of Greek
κομπανιάρω — ακομπανιάρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnare] … Dictionary of Greek
ακομπανιάρισμα — το [ακομπανιάρω] το ακομπανιαμέντο … Dictionary of Greek
ακομπανιάριστος — η, ο [ακομπανιάρω] (για τραγούδια ή μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει μουσική συνοδεία … Dictionary of Greek
κατασυρίζω — και κατασυρίττω (AM) μσν. (ενεργ. μτβ.) καταδιώκω κάποιον σφυρίζοντας αποδοκιμαστικά αρχ. παθ. κατασυρίζομαι μουσ. συνοδεύω, ακολουθώ το μέλος τής σύριγγας*, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συρίζω «σφυρίζω»] … Dictionary of Greek
προσκιθαρίζω — Α συνοδεύω με κιθάρα, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] … Dictionary of Greek
συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek