ακομπανιάρω

ακομπανιάρω
(λ. ιταλ.)
1. συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή τραγουδιστή: Το μόνο που έκανε εκείνος είναι ότι ακομπάνιαρε.
2. ενισχύω τη γνώμη κάποιου, σιγοντάρω: Δεν παρέλειπες και συ να ακομπανιάρεις σε όσα έλεγε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακομπανιάρω — ακομπανιάρω, ακομπανιάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακομπανιάρω — συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω». ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • κομπανιάρω — ακομπανιάρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnare] …   Dictionary of Greek

  • ακομπανιάρισμα — το [ακομπανιάρω] το ακομπανιαμέντο …   Dictionary of Greek

  • ακομπανιάριστος — η, ο [ακομπανιάρω] (για τραγούδια ή μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει μουσική συνοδεία …   Dictionary of Greek

  • κατασυρίζω — και κατασυρίττω (AM) μσν. (ενεργ. μτβ.) καταδιώκω κάποιον σφυρίζοντας αποδοκιμαστικά αρχ. παθ. κατασυρίζομαι μουσ. συνοδεύω, ακολουθώ το μέλος τής σύριγγας*, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συρίζω «σφυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσκιθαρίζω — Α συνοδεύω με κιθάρα, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] …   Dictionary of Greek

  • συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”